Ένα γνώριμο ελληνικό καλοκαίρι γεμάτο αφίξεις, πτήσεις και γεμάτα καταλύματα προμηνύεται και φέτος.
Ένα γνώριμο ελληνικό καλοκαίρι γεμάτο αφίξεις, πτήσεις και γεμάτα καταλύματα προμηνύεται και φέτος. Όμως πίσω από τα εντυπωσιακά νούμερα κρύβεται μια ανισορροπία που οι αριθμοί δεν μπορούν να καλύψουν: οι τουρίστες έρχονται, αλλά μένουν λιγότερο και ξοδεύουν λιγότερα.
Η Ελλάδα το 2024 υποδέχθηκε περισσότερους από 40 εκατομμύρια επισκέπτες – αριθμός ρεκόρ, αν συνυπολογιστεί και η κρουαζιέρα. Κι όμως, η συνολική κατανάλωση των τουριστών μειώθηκε, επιβεβαιώνοντας ότι η τουριστική επιτυχία δεν μετριέται μόνο στα κεφάλια, αλλά και στα ευρώ.
Η μέση διάρκεια παραμονής, που προ πανδημίας ξεπερνούσε τις 7 ημέρες, έπεσε πέρυσι στις 5,9 ημέρες. Και μαζί της έπεσε και η μέση δαπάνη ανά ταξίδι – από τα 534 ευρώ το 2019, στα 530 το 2024. Ουσιαστικά, παρά την πληθωριστική πίεση, το ποσό που ξοδεύει κάθε τουρίστας για τις διακοπές του στην Ελλάδα παραμένει στάσιμο – και, σε πραγματικές τιμές, μειωμένο.
Το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο. Η άνοδος του κόστους μεταφορών και διαμονής, οι city break αποδράσεις που κυριαρχούν στην Αθήνα και οι νέες συνήθειες των νεότερων ταξιδιωτών, που προτιμούν εμπειρίες και όχι πολυτέλειες, διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο. Το τοπίο αυτό φέρνει στην επιφάνεια ένα απλό, αλλά αμείλικτο συμπέρασμα: το τουριστικό μοντέλο της ποσότητας αγκομαχά, και η ανάγκη για ποιοτική αναβάθμιση είναι επιτακτική.
Ενδεικτικά, η μέση ημερήσια δαπάνη αυξήθηκε στα 89,7 ευρώ – αριθμός που ακούγεται ικανοποιητικός, αλλά υστερεί ακόμη και έναντι του πληθωρισμού των τελευταίων πέντε ετών. Ταυτόχρονα, η τουριστική κατανάλωση κατανέμεται σε λιγότερες μέρες, με αποτέλεσμα τη συνολική κάμψη των εσόδων. Όπως λένε και ξενοδόχοι: «πληρώνουν περισσότερο για λιγότερα, και μένουν λιγότερο».
Μέσα σε αυτό το παράδοξο, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη άνοδος της πολυτελούς ξενοδοχειακής προσφοράς. Τα πεντάστερα ξενοδοχεία αυξήθηκαν κατά 37% από το 2019 ως το 2024, ενώ γενικά οι υψηλότερες κατηγορίες μονάδων ενισχύθηκαν, εις βάρος των χαμηλότερων. Η Ελλάδα δείχνει να επενδύει στην ποιότητα, αλλά το κοινό που προσελκύεται επιλέγει σύντομες και συχνά «σφιχτές» διακοπές.
Η φετινή σεζόν ξεκινά με υποσχέσεις: η ζήτηση από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Βρετανία αυξάνεται, οι μεγάλες τουριστικές αλυσίδες προγραμματίζουν ενισχυμένες αφίξεις. Όμως το μεγάλο στοίχημα δεν είναι να γεμίσουν οι παραλίες, αλλά να παραμείνει ζωντανή η τοπική οικονομία και βιώσιμη η τουριστική ανάπτυξη.
Διότι, όσο κι αν εντυπωσιάζουν οι αφίξεις, αν η παραμονή και η κατανάλωση υποχωρούν, τότε το κέρδος είναι λογιστικό, όχι ουσιαστικό.